ὀβελιαφόρος

ὀβελιαφόρος
ὀβελ-ιᾱφόρος, ον,
A carrying ὀβελίαι, Poll.6.75 : in pl., title of play by Ephippus.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • ὀβελιαφόροι — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀβελιαφόροις — ὀβελιαφόρος carrying masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”